κροτίζω

κροτίζω
(Μ κροτίζω)
ταράζομαι (α. «έφθασα εις τοὺ Βαραντά το ρέμα όπου εκρότιζεν ο τόπος», Παπαδ.
β. «μὴ κροτιστῆτε τίποτε ἄν εἶναι πλεώτεροί μας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τ. από τον αόρ. ἐκρότησα τού κροτῶ, που συνέπιπτε με τον αόρ. σε -ισα τών ρ, σε -ίζω (πρβλ. ἐκλόνισα: κλονίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κροτισμός — ο (Μ κροτισμός) [κροτίζω] εκφοβισμός, φοβέρα …   Dictionary of Greek

  • κροτιστής — κροτιστής, ὁ (Μ) [κροτίζω] αυτός που παίζει τα κρόταλα, ο κροταλιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”